«Ο πρωθυπουργός οφείλει να απαντήσει αν αληθεύουν τα δημοσιεύματα περί παρέμβασης της Γερμανίδας καγκελαρίου Μέρκελ για την αποκλιμάκωση της έντασης με την Τουρκία και ποιες ήταν οι προϋποθέσεις για αυτήν», διεμήνυσε ο βουλευτής Μεσσηνίας και εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Χαρίτσης, κατά τη συνέντευξή του στον ρ/στ «Κανάλι Ένα» του Πειραιά.
Δείτε επίσης: Περίεργο δημοσίευμα της Bild: «Η Μέρκελ σταμάτησε τη στρατιωτική σύγκρουση Ελλάδας – Τουρκίας»
«Δυστυχώς, ο κατά τα άλλα λαλίστατος πρωθυπουργός παρέμεινε κρυπτόμενος όλη τη χθεσινή κρίσιμη μέρα» συνέχισε. «Δεν εμφανίστηκε στην εθνική αντιπροσωπεία, δεν συγκάλεσε το ΚΥΣΕΑ και μόνο υπό την πίεση του Αλέξη Τσίπρα αποφάσισε να ενημερώσει σήμερα τους πολιτικούς αρχηγούς. Με τη στάση του απαξιώνει τα πολιτικά κόμματα αλλά και τον ελληνικό λαό, που παρακολουθεί με ανησυχία τον τουρκικό στόλο να κάνει βόλτα στο Αιγαίο» τόνισε χαρακτηριστικά.
«Εδώ και καιρό έχουμε επισημάνει ότι η οξυνόμενη τουρκική προκλητικότητα θα έπρεπε να απαντηθεί εγκαίρως με όλες τις απαραίτητες διπλωματικές ενέργειες», υπογράμμισε ο εκπρόσωπος Τύπου. «Έχουμε θέσει επανειλημμένα το θέμα των κυρώσεων, που είχε κερδίσει ο τότε πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας στη Σύνοδο Κορυφής του 2019, δυνατότητα που απεμπόλησε ο κ. Μητσοτάκης και που, παρά τις δεσμεύσεις του, είδαμε και στην πρόσφατη Σύνοδο κορυφής να παραπέμπεται στο μέλλον», πρόσθεσε, τονίζοντας ότι «η κυβέρνηση πρέπει να επιστρέψει στην ενεργητική πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική που άσκησε ο ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία χρόνια», φέρνοντας ως παραδείγματα «την ελληνική πρωτοβουλία για Ευρωμεσογειακή Σύνοδο για τη διαμόρφωση ενός μετώπου με τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου», αλλά και «τη συμφωνία των Πρεσπών, που αποκόπτει την Τουρκία από τα βόρεια σύνορά μας».
«Δυστυχώς ο κ. Μητσοτάκης αντιμετωπίζει και την εξωτερική πολιτική με όρους επικοινωνίας» επισήμανε ο Αλ. Χαρίτσης. «Μιλά για απομονωμένη Τουρκία, ενώ οι αντιδράσεις από την πλευρά των εταίρων μας απέναντι στις συνεχείς παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου από την πλευρά της Τουρκίας είναι χλιαρές», τόνισε, και στηλίτευσε το γεγονός ότι «δεν υπήρξε κυβερνητική αντίδραση στις αναφορές σε «αμφισβητούμενα ύδατα».
Στο μεταξύ ο Αλ. Χαρίτσης χαρακτήρισε «προσχηματική» την χθεσινή διαδικασία στη Βουλή για παραπομπή του κ. Παπαγγελόπουλου, «με προειλημμένες αποφάσεις, με μια προανακριτική που δεν έλαβε υπόψη της τα στοιχεία που προέκυψαν από την πολύμηνη διαδικασία και μια κυβερνητική πλειοψηφία που, με την απόλυτη συνδρομή του ΚΙΝΑΛ, κινήθηκε με εκδικητικούς όρους απέναντι στους πολιτικούς της αντιπάλους». «Απέναντι σε αυτή την απαξίωση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεγε να αποχωρήσει» πρόσθεσε. Και συνέχισε: «Ακούσαμε ομιλίες επιθετικές, ρεβανσιστικές, που επιχείρησαν να κάνουν το άσπρο- μαύρο, σαν να μην υπάρχει το μεγάλο σκάνδαλο της Novartis, ο συμβιβασμός στα αμερικάνικα δικαστήρια και η αποδοχή από την πλευρά της ίδιας της εταιρείας ότι δωροδόκησε και κρατικούς αξιωματούχους στην Ελλάδα, πληρώνοντας μάλιστα για αυτό πρόστιμο 310 εκατ. δολάρια».
«Η χώρα μας αντιμετωπίζει μια τριπλή πρόκληση» υπογράμμισε ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ. «Τα ζητήματα της οικονομίας, όπου ο ελληνικός λαός ξαναμπαίνει σε μια κατάσταση απόγνωσης, την κρίση στα εθνικά θέματα και την υγειονομική κρίση της πανδημίας του κορονοϊού, με τα κρούσματα να αυξάνονται και την κυβέρνηση να παλινωδεί κατά την επανεκκίνηση της οικονομίας. Προκλήσεις που η κυβέρνηση επιλέγει να αντιμετωπίσει αποκλειστικά με όρους επικοινωνιακής διαχείρισης, παρουσιάζοντας, με τη συνδρομή και πολλών ΜΜΕ, μια εξωραϊσμένη εικόνα», πρόσθεσε, θυμίζοντας ότι «μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μέχρι στιγμής καταθέσει ολοκληρωμένο σχέδιο για την αντιμετώπιση της κρίσης και τη στήριξη της οικονομίας και της κοινωνίας, το «Μένουμε Όρθιοι».
«Οι δημοσκοπήσεις εμφανίζουν τον κόσμο να ανησυχεί για την πορεία της οικονομίας με την ανεργία να παίρνει τον πρώτο λόγο στις ανησυχίες των Ελλήνων πολιτών, κάτι που θα έπρεπε να χτυπήσει καμπανάκι για την κυβέρνηση» υπογράμμισε ο Αλ. Χαρίτσης. «Δυστυχώς έχουν επιλέξει να αντιμετωπίσουν την κρίση ως ευκαιρία για επιστροφή στις μνημονιακές πολιτικές και αναδιάρθρωση της οικονομίας σε βάρος των μικρομεσαίων», κατέληξε.